νυκτοσκοπός

νυκτοσκοπός
ο воен, ночной часовой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νυκτοσκοπός" в других словарях:

  • νυκτοσκόπος — νυκτοσκόπος, ὁ (Μ) νυχτερινός σκοπός, νυκτοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + σκόπος (< σκοπός), πρβλ. ονειρο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • νυκτοσκοπός — ο στρ. φρουρός συγκεκριμένης θέσης τού στρατοπέδου, η οποία φυλάσσεται μόνο κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + σκοπός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»